- προμυλαία
- ἡ, Α1. η προστάτιδα τών μύλων θεά2. (κατά τον Ησύχ.) «θεὸς ἱδρυμένη ἐν τοῑς μύλωσι»3. (κατά τον Φώτ.) «θεὸς προμύλιοςἣν ἀφίδρυντο ἐν τοῑς μύλωσιν ὡς εὔνοστον».[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + μύλος / μύλη + κατάλ. -αῖος].
Dictionary of Greek. 2013.